αναιρεσιβάλλω

αναιρεσιβάλλω
υποβάλλω στον Άρειο Πάγο αίτηση αναιρέσεως εναντίον αποφάσεως εφετείου ή ποινικού δικαστηρίου ή εναντίον βουλεύματος δικαστικού συμβουλίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναίρεση (-ις) + βάλλω.
ΠΑΡ. αναιρεσίβλητος. Η λ. απαντά για πρώτη φορά στην Εφημερίδα τής Κυβερνήσεως τού Βασιλείου τής Ελλάδος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αναίρεση — (Νομ.).Ένδικο μέσο που αποβλέπει στην ακύρωση των αποφάσεων των τακτικών δικαστηρίων ή άλλων δικαιοδοτικών οργάνων εξαιτίας ανακριβούς εφαρμογής του νόμου και η οποία ασκείται ενώπιον ανωτάτων δικαστηρίων. Το ένδικο μέσο της α. προσφέρεται και σε …   Dictionary of Greek

  • αναιρεσίβλητος — η, ο αυτός κατά τού οποίου ασκείται αίτηση αναιρέσεως. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναιρεσιβάλλω. Η λ. μαρτυρείται για πρώτη φορά το 1838 στο Λεξικό τής Ελλ. Νομοθεσίας τού Δ. Μ. Βίκη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”